- διπλασίους
- διπλάσιοςtwofoldmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διπλοστήμονος — η, ο άνθος που έχει διπλάσιους στήμονες από τα πέταλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)